- θεμισκρέων
- θεμισκρέων, ὁ (Α)αυτός που άρχει δίκαια, αυτός που κυβερνά, που βασιλεύει με δικαιοσύνη.[ΕΤΥΜΟΛ. < θέμις (Ι) + κρέ(ι)ων «κυρίαρχος»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θεμισκρεόντων — θεμισκρέων reigning by right masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θέμις — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν Τιτανίδα, κόρη της Γαίας και του Ουρανού, προσωποποίηση του θείου δικαίου, του νόμου και της τάξης. Συγκαταλέγεται (ύστερα από τη Μήτι και πριν από την Ήρα) μεταξύ των συζύγων του Δία, του εγγυητή όλων των κανόνων που… … Dictionary of Greek
κρείων — και κρέων, οντος, ο, θηλ. κρείουσα και κρέουσα, δωρ. θηλ. κρείοισα) (για βασιλείς, ηγεμόνες και θεούς) άρχοντας, κύριος, δεσπότης («ὦ πάτερ ἡμέτερε, Κρονίδη, ὕπατε κρειόντων», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κρέων, με μετρική έκταση. Συνδέεται με αβεστ.… … Dictionary of Greek